- ζυμέλαια
- τα пивные дрожжи (побочный продукт)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης … Dictionary of Greek
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
αμυλική αλκοόλη — Γενική ονομασία των κορεσμένων, μονοσθενών αλκοολών του τύπου C5H11OH. Είναι σώματα υγρά, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά στον αιθέρα, με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή και υψηλό σημείο βρασμού. Οξειδώνονται και σχηματίζουν αλδεΰδες (και οξέα) ή… … Dictionary of Greek
ισοβουτυλική αλκοόλη — Πρωτοταγής, μονοσθενής αλκοόλη του τύπου (CΗ3)2CΗCΗ2ΟΗ. Λαμβάνεται κυρίως ως παραπροϊόν της σύνθεσης της μεθυλικής αλκοόλης από μονοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο, καθώς επίσης και από τα ζυμέλαια. Έχει σημείο βρασμού 107°C, είναι μέτρια διαλυτή … Dictionary of Greek
καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek